Πρωτέας

Δίπλα στη μονότονη ζωή των θεριών

που μυρίζουν άσχημα,

στα βάθη τούτης της κίτρινης θάλασσας,

ξοδεύω τις μέρες που μου χρέωσαν οι Θεοί.

Με τους ανθρώπους δεν έχω να πάρω

ούτε να δώσω.

Όμως αυτοί με κυνηγούν.

Όπως κυνηγούν τον πλούτο ή το αίμα.

Μου στήνουν παγίδες

σε ακρογιαλιές και σε σπηλιές,

με δέρματα και με προβιές ντυμένοι,

για να μάθουν τα μελλούμενα.

Και εγώ αλλάζω σχήμα και μορφή

για να μη μιλήσω.

Γιατί οι άνθρωποι δεν ξέρουν

και δεν μπορούν να καταλάβουν,

πως αυτό που θέλουν,

θα είναι πάντα μια στιγμή μετά από το παρόν,

άπιαστο κι απρόβλεπτο.

Και πως μόνο το μέλλον

μπορεί να προβλέψει

και να αλλάξει

τον ίδιο του τον εαυτό.

Μου στήνουν παγίδες

σε ακρογιαλιές και σε σπηλιές

μα κανείς δεν προσέχει

πως εγώ, ο άψευτος γέρος της θάλασσας,

που γνωρίζω όλα τα μελλούμενα του κόσμου,

στα βάθη τούτης της κίτρινης θάλασσας,

δίπλα στη μονότονη ζωή των θεριών

που μυρίζουν άσχημα

ξοφλώ τις μέρες που μου χρέωσαν οι Θεοί.