Το δέντρο

 

Κείνες τις μέρες της μεγάλης ζέστης,

τα μεσημέρια,

αναζητούσαμε τον ίσκιο του.

Γύρω μας, κι έξω απ’ το μεγάλο κύκλο,

το μεσημέρι πύρωνε τα σπίτια και τα βουνά.

Στις πλαγιές,

τα πεύκα άπλωναν με τον αέρα

το άρωμα του ρετσινιού,

και παρακαλούσαν για μια σπίθα,

όπως έλεγε ο ποιητής.

Και στα πόδια μας,

η θάλασσα καθρεφτιζόταν

λάγνα μέσα στο φως.

Δεν χόρταινες να κοιτάς τούτη την εικόνα.

Το βλέμμα έκανε συνεχώς κύκλους

ώσπου ο ύπνος ερχότανε γλυκά,

όπως ένα αγαπημένο πρόσωπο

που βλέπεις σιγά – σιγά να πλησιάζει από μακριά.

Ύπνος φυσικός, απαίδευτος,

σαν αυτόν που έρχεται σ' όλα τα ζωντανά.

 

Όλα τούτα μας φαίνονταν τότε

πολύ φυσικά και συνηθισμένα.

Απλά, καθημερινά και οικεία:

ο καθημερινός ήλιος, το καθημερινό φως,

η καθημερινή θάλασσα.

Κι αν κάτι τότε δεν νιώθαμε,

τώρα μας είναι πια ξεκάθαρο.

Τώρα, που μέσα στο βραχνά της πυρωμένης νύχτας,

μέσα στο θολό δωμάτιο,

ανοίγουμε τα μάτια ιδρωμένοι,

ύστερα από ένα σύντομο και κουραστικό ύπνο

ξέρουμε γιατί τότε,

κάτω απ' το μεγάλο ίσκιο,

ο ύπνος δεν είχε ποτέ όνειρα.