Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ
(ΠΑ, VII, 172)

α΄

Εδώ ο Αλκιμένης κείται, που σφιχτά σφεντόνα είχε
στο χέρι, πέτρες ρίχνοντας σε ψαρόνια και σε
Βιστόνιους γερανούς, που από ψηλά ορμούσαν για να
χαλάσουν τη σπορά. Κι όπως ψηλά κοιτούσε,
έχασε τον ήλιο από φαρμάκι οχιάς που έβοσκε
στα πόδια του. Τώρα, κάτω απ’ το χώμα είναι,
πάνω του, το φίδι του θανάτου σέρνεται και πιο ψηλά
ανέμελοι οι γερανοί χαίρονται τη σπορά.

β΄

Ο Αλκιμένης κείται εδώ, με τη σφεντόνα του στο χέρι,
που ‘χε να διώχνει τα πουλιά που ορμούσαν στη σπορά του.
Ψαρόνια μα και γερανούς, σαν σύννεφο και σαν ασκέρι,
ράμφιζαν το χωράφι του, ξόδευαν τη σοδειά του.
Όμως μια μέρα π’ ουρανό κοιτώντας προχωρούσε, χάνει
τον ήλιο, χάνεται, οχιάς φαρμάκι στο αίμα μπαίνει·
τι δεν κοιτούσε που πατά, και θάνατο πικρό τυγχάνει.
Τώρα στο χώμα βρίσκεται και τη σπορά λιπαίνει.

γ΄

Πήρα το βήμα, κοιτώντας ψηλά για ψαρόνια, πατώντας
πέτρες και χόρτα τραχιά.    Είχα σφεντόνα, γιατί
σύννεφο πέφταν πουλιά και χαλούσαν σπορά κι αυλακιά –
κει που με βρήκε φριχτού,    μαύρου θανάτου οχιά.
Αν θα περάσεις Διαβάτη το μνήμα, μια πέτρα να πάρεις,
ξύπνιο να έχεις το νου.    Κοίτα το δρόμο καλά,
που θα πατάς να προσέχεις, κι αν πουλιά δεις να πετάν
ρίξε χτυπώντας φτερό,    πέρδικας ή γερανού.