Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
(ΠΑ, VII, 293)

α΄

Δεν ήταν των αστεριών η δύση, κύματα Λιβυκά
ή καταιγίδα, που σε σκότωσαν Νικόφημε.
Μες την γαλήνη πέθανες, με το καράβι σου δεμένο,
από άπνοια και δίψα χτυπημένος.
Όμως κι έτσι, φτωχέ, η μοίρα σου ίδια ήταν με όλων
των ναυτικών: σε σκότωσε και σένα το νερό.

β΄

Δεν ήταν κύμα Λιβυκό, των αστεριών η μαύρη δύση
ή καταιγίδα φονική, Νικόδημε να σβήσει
από τα μάτια τη φωτιά. Πανί δεν θέλησε να λύσει
ανέμου χέρι. Ήξερες, καθώς το ξέρουν όλοι
οι ναυτικοί, πως τέτοιας άπνοιας κακής αραξοβόλι
θα φέρει, πάνω στο νερό, δίψας θανάτου βόλι

γ΄

Ξέρεις Νικόδημε, όπως και όλοι οι ναύτες γνωρίζουν
ποιο το μεγάλο κακό.    Όταν γερμένος εκεί,
πάνω στην πλώρη, ζητούσες να πιείς το γλυκό της γης νερό,
ποιο της ζωής το γραφτό.    Άπνοια έδεσε το
πλοίο και θάνατο βρήκες φριχτό. Και δεν ήταν αστεριών
δύση να φέρει πνιγμό    ή παφλασμός Λιβυκός.

επιστροφή