Τα γηρατειά με σέρνουνε στη γη, κι αντί για τους γερόντους
είσαι στο χώμα εσύ, Καισάριε αγαπημένε.
Ποιος νόμος θέλει τους γονείς στη γη και τα παιδιά στο χώμα;
Δεν είναι νόμος των θνητών, ούτε και του Θεού τους.
|
Αντί για γέρους που σακί σέρνουνε το κορμί τους, μέσα
στο χώμα είσαι συ, Καισάριε, των γονιών καμάρι.
Ποιος νόμος, ποια βουλή, ορίζει τέτοια λύπη; Ούτε θεός
ούτε άνθρωπος μπορεί, του χάρου να ζητήσει χάρη.
|
Πόσο ακόμη θα σέρνομαι γέρος και συ να κοιμάσαι
για πάντα μέσα στη γη; Τι είδους νόμος και ποια
δίκη, Καισάριε, ορίζει ποιος δέχεται θανάτου πληγή;
Πόσο στον χάρο γοργά, θέλει η ζωή να οδηγεί
|