Ο ΓΕΡΟΣ ΜΙΛΑ

Η θάλασσα,
η απέραντη θάλασσα,

που δεν αλλάζει
μέσα στη τόση αλλαγή.
Σαν ήμουν νέος,
κοίταζα μακριά τον ορίζοντα.

Τώρα μετρώ,
τα κύματα που σκάνε στα πόδια μου μπροστά.

Απόμεινα μια φωνή
που βγαίνει μέσα από ένα ξεροπήγαδο,

μέσα από μια σταγόνα νερό,

μπροστά στο ανθισμένο μάτι της φλόγας

που καίει ότι παλιό.
Μα ο καινούργιος κόσμος
που θα βγει μέσα απ' τη φωτιά,
κάτω απ' τον ήλιο θα δει το αίμα,
θα δει το σπόρο
και θα ανάψει ξανά τη φωτιά.
Τα κορμιά θα ‘ρθουν και θα φύγουν
με τη γεύση του αίματος στα χείλια
που ξυπνά τις φωνές του άλλου κόσμου,
των νεκρών που απλώνουν τα χέρια. 
Μέρες, μήνες, χρόνια πάνω στη γη,
τα κορμιά σβήνουν στη ζωή,
που μένει ανίκητη μέσα στην τόση αλλαγή.

 

Καθρέφτης το μάτι του φονιά

και το μαχαίρι δείχνει τα δόντια του

στο φως.

Η χαρά του νικητή πρόσκαιρη,
ανταλλαγή 
στον πόνο του θανάτου.
Αίμα και ψωμί.
Λάβετε …

τούτη εστί η ζωή στη γη,
που είναι ακίνητη κι όμως συνεχώς κινείται 
μέσα στην τόση αλλαγή.