ΜΝΗΜΟΝΕΣ

Είναι γραμμένο στα παλιά βιβλία,

πως κάποτε υπήρξαν.

Όχι βέβαια ξεκάθαρα,

τίποτα γι αυτούς δεν είναι ξεκάθαρο.

Ακόμη κι όταν υπήρξαν

κανείς δεν γνώριζε γι αυτούς.

Ζούσανε σαν άνθρωποι κανονικοί

ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους

και τις δουλειές τους.

Ήταν φίλοι, συγγενείς και γείτονες,

έμποροι, υπάλληλοι κι εργάτες.

Μα ζούσανε μόνοι, πάντα μόνοι

και κανείς δεν τους πρόσεχε.

Ούτε τα σημάδια βλέπανε,

κι έτσι δεν πήγαινε

ο νους των ανθρώπων

πως ήτανε δουλειά εκείνων:

Ο γέρος,
που ξεκουράζονταν στη ρίζα του δέντρου
με τις παλάμες πάνω στο ραβδί του,
χανότανε ξαφνικά 
και το ραβδί του έπεφτε στο χώμα.
Ο εργάτης,
που τη μια στιγμή δούλευε στο αμπέλι,
και τη άλλη τα εργαλεία του

σωριάζονταν άχρηστα

πάνω στα κλαδεμένα φύλλα.

Κι η μάνα,
που για μια στιγμή άφηνε το μωρό της 
για να δει το φαγητό,
και η κούνια λικνίζονταν άδεια.

Η εποχή τους, λένε,

είναι κρυμμένη καλά

πίσω απ’ την ιστορία και το μύθο,

και πως ήταν χρόνια

που οι άνθρωποι ζούσανε μονοιασμένοι.

Οι λίγοι που ξέρουν για αυτούς

δεν έχουν γράψει τίποτε με σαφήνεια.

Και έτσι ποτέ δεν μάθαμε

για την πραγματική δύναμη που είχανε

πάνω στη μνήμη των ανθρώπων.

Το πως, μέσα σε μια στιγμή

ο κόσμος άλλαζε:

σαν σε ανοιγοκλείσιμο των βλεφάρων,

σαν να γυρίζεις σελίδα

ξεφυλλίζοντας παραλλαγές τοπίου

ενός ζωγράφου,

ο κόσμος άλλαζε.

Και εκείνοι που έμεναν πίσω

συνέχιζαν τη μέρα τους

χωρίς καν να θυμούνται πια

πως κάποτε ο γέρος, ο εργάτης, το παιδί,

υπήρξαν δίπλα τους.

Κανείς δεν ξέρει πως χάθηκαν

τούτοι οι μυστηριώδεις άνθρωποι.

Λίγες γραμμές στα βιβλία

και αυτές καλά κρυμμένες.

Ότι έχει μείνει απ’ το πέρασμά τους,

είναι η αίσθηση που έχεις τα βράδια στον ύπνο

νιώθοντας να βυθίζεσαι σ’ ένα κενό,
σε μια πτώση δίχως τέλος
και ιδρωμένος ξυπνάς 
μέσα στην ήσυχη καλοκαιρινή νύχτα.