ΟΙ ΑΦΕΝΤΕΣ

Ι

Στα χέρια μαύρο χώμα.
Τα νύχια σκαμμένα και ματωμένα.
Λέξεις άγνωστες χτυπούν στα τοιχώματα του νου
και κάποιες στιγμές κάτι σαν κραυγή ζώου.
Οι μέρες μικραίνουν.
Άραγε να 'ναι αυτός ο κόσμος των ανθρώπων;

Ακούσαμε τους παλιούς να λένε 
για τις καλύτερες μέρες που θα 'ρθουν 
τώρα που το αίμα δεν καίει τις φλέβες,
τώρα που το κρασί και το ψωμί 
θρέφει και το γέρο και το παιδί.
Σκεφτήκαμε το μέλλον που είναι 
η μνήμη του Θεού
και πήραμε τους δρόμους της πυξίδας.

Συναντήσαμε τους ανθρώπους
που σκέφτονται με το μυαλό,
που αγαπάνε με το μυαλό.
που αναπνέουν  με το μυαλό.
Τους πιστέψαμε.
Ξεχάστηκαν σιγά – σιγά  τα πρόσωπα,
ξεχάστηκαν τα λόγια…

Άραγε να 'ναι αυτός ο κόσμος των ανθρώπων;

ΙΙ

Οι παλιοί γνώριζαν την αξία του ψωμιού.
Δουλεύοντας με τον ήλιο,
με τις εποχές,
στο αμπέλι,
κατά πως έμαθαν απ’ τους προγόνους.
Στις ελιές,
που φύτευαν για τα παιδιά
και τα παιδιά των παιδιών τους.
Η πληρωμή τους,
ένα πιάτο φαγητό,
κι ένα ζεστό κρεβάτι.
Δούλεψαν μέρα τη μέρα,
στιγμή τη στιγμή,

αδειάζοντας την ψυχή τους

στην πέτρα και στο ξύλο.
Έκλεισαν τα μάτια,
γύρω από πρόσωπα και χέρια αγαπημένα
κι επέστρεψαν το άδειο κορμί
στη γη.

ΙΙΙ

Άραγε τι να ‘χει μείνει απ’ όλα όσα ζήσαμε;

Τώρα που μάθαμε να ελπίζουμε

χωρίς ελπίδα,

ανάμεσα σε ότι έχει χαθεί

και σ’ ότι είναι πια χαμένο

στους ατέλειωτους διαδρόμους του μέλλοντος,

τι να ‘χει, άραγε,  απομείνει;
Οι άνθρωποι μας,
πώς  έζησαν, πως πέθαναν;

Να φτάσουμε, λέει,  νύχτα
κουρασμένοι ταξιδιώτες.
Να μπούμε στο γνώριμο σπίτι
και να πέσουμε στο κρεβάτι.
Από τα διπλανά δωμάτια,
θ' ακούγονται φωνές 
προσώπων αγαπημένων.
Πίσω από πόρτες,
από βήματα στους διαδρόμους
θ’ ακούμε τις κουβέντες τους 
και θα φανταζόμαστε τα πρόσωπα.
Θα κλείσουμε τα μάτια.

Το πρωί,
θα σηκωθούμε ξεκούραστοι
μετά από ένα βαθύ ύπνο στη λήθη
έτοιμοι για να συναντήσουμε για πρώτη φορά,
τη μάνα, τον πατέρα και τα παιδιά μας.
Θα 'χουμε όλο το χρόνο μπροστά μας
να τους γνωρίσουμε και να μας γνωρίσουν.

Και όλα να ξαναρχίσουν απ' την αρχή.

ΙV

Λευκή και ήσυχη μνήμη.
Δέντρο ξερό.
Για όλα αυτά που θα ‘ρθουν
δεν έχεις να προσφέρεις τίποτα.
Δεν ήμασταν εμείς αυτοί που ζήσαμε.
Δεν έχει μείνει ούτε ένα σημάδι πια
στα χέρια που άγγιξαν,
στα μάτια που κοίταξαν.
Όταν παίρναμε το λάθος δρόμο
δεν μίλησες κι ας ήξερες.
Κι ας ήξερες 
πως αυτό που θελήσαμε να χτίσουμε
είναι ήδη θαμμένο
στο σκοτεινό παρελθόν σου,
κάτω απ’ τις ρίζες της λογικής,
στο μαύρο χώμα.
Εκεί που τώρα σκάβει με τα νύχια του
το ζώο
που θρέψαμε και μεγαλώσαμε.
Σκάβει και δίπλα του

μέσα στο σκοτάδι

ακούγονται οι φωνές, 
να διαβάζουν τ' αρχαία ξόρκια,
καθώς σιγά – σιγά, 
μέσα απ' το χώμα 
αποκαλύπτεται

ο Σταυρός και τα Καρφιά.

επιστροφή