ΠΕΝΤΟΖΑΛΙ

Σαν έρθεις να μιλήσωμε και σαν ανταμωθούμε,
ούλα θε να συμπαθηστούν και φίλοι θα γενούμε.
17/06/1771

Οι δύο άντρες,
κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο συζητούν.
Τα λόγια τους,
ανάμεσα στα φύλλα σκορπισμένα.
Συζητούν,
κοιτάζοντας τον άλλο μες τα μάτια.
Τα πόδια τους,
βυθίζονται στο χώμα στυλωμένα.
Λόγια δεν θα πουν πολλά,
κοφτές, αντρίκιες, μετρημένες οι κουβέντες.
Χρόνια και χρόνια,
ο ένας δίπλα στον άλλο πολεμώντας,
γνωρίζονται καλά,
λόγια δεν θα πουν πολλά.
Σύντομα, 
η κουβέντα θα τελειώσει,
κι ο ένας,
στο μονοπάτι θα κατηφορίσει, θα χαθεί.
Ο άλλος,
κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο θα σταθεί,
και το μαχαίρι θα σφίξει στο ζωνάρι.
Δεν θα σκεφτεί,
το δρόμο που η ζωή του έχει πάρει.
Μία στιγμή,
μέσα απ’ τα δόντια κάτι θα ειπωθεί,
και με θυμό, 
στο χώμα θα χτυπήσει το ποδάρι.
Το μέτωπο,
ανυπόμονο, ιδρωμένο, θα δροσιστεί.

 

«Κοίτα τα φύλλα πως χορεύουν στον αέρα,
ήλιο μαζεύοντας και φως.

Σπόρος ο κόσμος, η ιδέα σπόρος,
και με το γύρα του καιρού ανθός.
Πέφτει, κι ύστερα φεύγει και πιο πέρα,
στο χώμα θα φυτρώσει το ξερό.
Δάσος να γίνει, να κρατήσει μες τα χρόνια,
το σύννεφο, τον ήλιο, το νερό,
την άνοιξη, το καλοκαίρι και τα χιόνια.
Κάτω απ’ το χώμα οι γενναίοι,
ρίζες που μπλέκονται στις πέτρες οι νεκροί,

κρατούν γερά κορμό και ανθοκλάδι,

δίνουν νερό και παίρνουνε πνοή,

όλο και πιο βαθιά να δένουν με το χώμα,

όλο και πιο ψηλά να φεύγει το κλαδί.

Μνήμη ότι απομένει απ’ τη ζωή

κι ο κόσμος όλος  μία πλάνη,
κι αν ζήσεις μόνο μιαν αυγή,

τόση ζωή σου φτάνει»

 

Θ’ αλλάξουνε τα χρόνια,
μέρα θα ξημερώσει κι εποχή πιο φωτεινή.
Κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο,
παιδιά θα παίζουνε στα χέρια τη ζωή
και νέοι θα ερωτεύονται στη ρίζα.
Άντρες, γυναίκες θα περάσουνε,
τραγούδια και χαρές για να γλεντήσουν,
και άλλοι, για να ξαποστάσουνε,
κάτω απ’ τον παχύ, μεγάλο ίσκιο.
Όλοι θα το κοιτάξουνε, κανείς δεν θα προσέξει
το δέντρο τούτο που αιώνες τώρα στέκει
τον άντρα να κοιτά,
που κίνησε με βήματα βαριά,
προς το μεγάλο Κάστρο,
του χρόνου, μέσα μπαίνοντας
στης σπείρας το αιώνιο κέντρο.
Λέγοντας λόγια αντρίκια και κοφτά
στου Χάρου την απηλογιά,
κάτω απ’ του κόσμου το μεγάλο δέντρο.