Παιδιά στο δρόμο

Το πότε και γιατί άρχισε να πίνει, το ‘χε πια ξεχάσει.
Με βρώμικα ρούχα και άπλυτος για μέρες, τριγυρνούσε τα βράδια στις ταβέρνες, παρακαλώντας για ένα ποτήρι κρασί ή για ένα κέρμα. Τη μέρα, την περνούσε άλλοτε καθισμένος σ' ένα παγκάκι, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει την ομίχλη που έφερνε το πιοτό στο κεφάλι του, κι άλλοτε τριγυρνώντας άσκοπα στο πάρκο, κοιτώντας με τις ώρες μια λεπτομέρεια – ένα ξερό φύλλο ή ένα άδειο κουτί αναψυκτικού – χωρίς κι ο ίδιος να ξέρει το γιατί. Τίποτα δεν τον ενοχλούσε πια. Ούτε η βρωμιά του, ούτε η ζητιανιά, ούτε τα πειράγματα των ανθρώπων.

Είχε πια μεσημεριάσει.

Ο πονοκέφαλος που είχε απ’ το πρωί, τον ταλαιπωρούσε ακόμη. Σωριασμένος σ' ένα παγκάκι δίπλα στο δρόμο, είχε τα μάτια του μισόκλειστα εξαιτίας του ήλιου και του πονοκέφαλου.

Έστρεψε το βλέμμα του σε μια παρέα μαθητών που κατηφόριζαν από τη στροφή, πηγαίνοντας στα σπίτια τους. Οι μαθητές, αγόρια και κορίτσια, πείραζαν ο ένας τον άλλο, πηγαίνοντας πότε από το πεζοδρόμιο, και πότε στη μέση του δρόμου.  Ένα αυτοκίνητο ξεπρόβαλε απ’ τη στροφή με ταχύτητα. Ο οδηγός, βλέποντας ξαφνικά μπροστά του τα παιδιά στο δρόμο, έστριψε απότομα το τιμόνι αποφεύγοντας την τελευταία στιγμή το μοιραίο, και, περνώντας μπροστά από το παγκάκι που ήταν εκείνος καθισμένος, κορνάριζε και έβριζε. 
Η σκηνή τον έκανε να πεταχτεί όρθιος, ξεχνώντας τη θολούρα και τον πονοκέφαλο του. «Τρελόπαιδα», τους φώναξε, «με τις ανοησίες σας θα σκοτωθείτε και... και θα πάει τζάμπα η ζωή σας».  Τα παιδιά, βλέποντας τον να τους φωνάζει, και μάλλον λόγω της εμφάνισης του, φοβήθηκαν περισσότερο απ’ ότι με το αυτοκίνητο και μαζεύτηκαν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Περνούσαν από απέναντι του κοιτάζοντας τον μ' ένα βλέμμα απορίας και φόβου, και επιταχύνοντας το βήμα τους.

Εκείνος, ξανακάθισε στο παγκάκι. 

Πέρασε το απόγευμα με το βλέμμα καρφωμένο σ’ ένα σημείο του δρόμου. Το πρόσωπο του είχε πάρει μια έκφραση ηρεμίας. Ίσως γιατί, μετά από πολύ καιρό, κάποιοι πήρανε τα λόγια του σοβαρά, και φάνηκε πως είναι κι αυτός ένας λογικός, ένας κανονικός άνθρωπος. Ίσως πάλι, γιατί σε μια στιγμή αναλαμπής, πέρασε απ’ το νου του, θολά, μια παλιά, πολύ παλιά εικόνα.

Θα ‘ταν άραγε στην ηλικία τους; 

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Το ‘χε πια ξεχάσει.

επιστροφή