Παιδιά στο δρόμο |
Το πότε και γιατί άρχισε να πίνει, το ‘χε πια ξεχάσει.
Είχε πια μεσημεριάσει.
Ο πονοκέφαλος που είχε απ’ το πρωί, τον ταλαιπωρούσε ακόμη. Σωριασμένος σ' ένα παγκάκι δίπλα στο δρόμο, είχε τα μάτια του μισόκλειστα εξαιτίας του ήλιου και του πονοκέφαλου.
Έστρεψε το βλέμμα του σε μια παρέα μαθητών που κατηφόριζαν από τη στροφή,
πηγαίνοντας στα σπίτια τους. Οι μαθητές, αγόρια και κορίτσια, πείραζαν ο
ένας τον άλλο, πηγαίνοντας πότε από το πεζοδρόμιο, και πότε στη μέση του
δρόμου. Ένα αυτοκίνητο ξεπρόβαλε απ’ τη στροφή με ταχύτητα. Ο οδηγός,
βλέποντας ξαφνικά μπροστά του τα παιδιά στο δρόμο, έστριψε απότομα το τιμόνι αποφεύγοντας την
τελευταία στιγμή το μοιραίο, και, περνώντας μπροστά από το παγκάκι που ήταν
εκείνος καθισμένος, κορνάριζε και έβριζε. Εκείνος, ξανακάθισε στο παγκάκι. Πέρασε το απόγευμα με το βλέμμα καρφωμένο σ’ ένα σημείο του δρόμου. Το πρόσωπο του είχε πάρει μια έκφραση ηρεμίας. Ίσως γιατί, μετά από πολύ καιρό, κάποιοι πήρανε τα λόγια του σοβαρά, και φάνηκε πως είναι κι αυτός ένας λογικός, ένας κανονικός άνθρωπος. Ίσως πάλι, γιατί σε μια στιγμή αναλαμπής, πέρασε απ’ το νου του, θολά, μια παλιά, πολύ παλιά εικόνα. Θα ‘ταν άραγε στην ηλικία τους; Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Το ‘χε πια ξεχάσει. |
επιστροφή |