Σύνταγμα - Καλλιμάρμαρο

Έξι μήνες έλειπε από την Αθήνα. Έξι μήνες να τη δει. Της τηλεφώνησε. «Στις δύο, στο Σύνταγμα», του είπε, και του έκλεισε το τηλέφωνο.

Από τις μιάμιση ήταν εκεί και την περίμενε. Έξι μήνες. Κάθε μέρα με τη σκέψη της. Θα της εξηγούσε. Γιατί έφυγε ξαφνικά. Γιατί δεν τηλεφώνησε. Όλα πια είχανε τελειώσει. Θα ήταν μαζί από τώρα και για πάντα.

Στις δύο, την είδε να προβάλει. Έκανε να την αγκαλιάσει και να την φιλήσει. «Πάμε να περπατήσουμε», του είπε.  «Προς τα πού;». «Ως το Καλλιμάρμαρο». Μπήκανε στον κήπο.

«Αριστερά ή δεξιά», τη ρώτησε για να σπάσει τον πάγο, όταν βρέθηκαν στο πρώτο σταυροδρόμι. «Αριστερά», είπε εκείνη κοφτά. «Κάθε φορά που μπαίναμε στο κήπο, μπερδευόσουν ανάμεσα στα τόσα μονοπάτια». «Όχι πια», του απάντησε. Συνέχισαν να περπατάνε κάτω από τα δέντρα. 

«Ξέρεις», της είπε καθώς κοντοστάθηκαν στην προτομή του Καποδίστρια, «ξέρεις γιατί έφυγα. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.» Εκείνη, τον κοίταξε για μια στιγμή και γυρνώντας το βλέμμα της στην προτομή, ψιθύρισε: «Εγώ για ποιον θυσίασα τη ζωή μου τρία χρόνια;» Εκείνος δεν απάντησε. Ένιωθε πως κάτι είχε χαθεί. Προχώρησαν. 

«Σου έχω κρύψει κάποια πράγματα όσο ήμασταν μαζί. Δεν μπορούσα τότε να σου τα πω, δεν ήξερα προς τα πού να πάω». «Από δω», απάντησε εκείνη, δείχνοντας το δρόμο προς το Ζάππειο.  «Όχι, όχι, άσε με να σου μιλήσω. Όσο ήμασταν μαζί…», «σσσσς», έκανε εκείνη, σηκώνοντας το κεφάλι προς τα δέντρα. Ένα κοτσύφι κάθισε στο δέντρο και άρχισε να κελαηδάει.  «Τα κοτσύφια», είπε εκείνος, «είναι παρεξηγημένα πουλιά.  Τα βλέπεις μαύρα με κίτρινο ράμφος και τα νομίζεις για μικρά κοράκια. Έχουν όμως ένα κελάηδισμα, άκου!».  «Και νόστιμο κρέας, όταν πρόκειται να φαγωθούν», είπε εκείνη και προχώρησε. 

Κατέβηκαν τα  σκαλιά, βγαίνοντας από τον κήπο στο Ζάππειο, και συνέχισαν αριστερά προς το Καλλιμάρμαρο.  «Ας είναι», σκέφτηκε, «θα περάσουμε απέναντι στο στάδιο, και εκεί θα της τα πω όλα. Και θα της υποσχεθώ τα πάντα. Όπως τότε που την είδα για πρώτη φορά. Εκεί, στο στάδιο. Πριν τρία χρόνια». 

Όμως εκείνη σταμάτησε ξαφνικά στην πλατεία με το άγαλμα του Καραϊσκάκη. Ο στρατηγός, καθότανε στο άλογο του και στη βάση του έγραφε: «Εγώ πεθαίνω μα εσείς να μείνετε μονιασμένοι».

«Σε περίμενα», του είπε. «Έξι μήνες, εσένα ή ένα τηλεφώνημα.» Γύρισε προς το δρόμο. Ένα κόκκινο αμάξι, ήταν παρκαρισμένο στη γωνία και κάποιος από μέσα τους κοιτούσε. «Όταν έφυγες», συνέχισε, «έχασα τον άνθρωπο μου. Τη γη κάτω απ' τα πόδια. Έξι μήνες περίμενα, έστω ένα τηλεφώνημα, έστω ένα γράμμα. Έγινες ανάμνηση. Και τώρα πια, είσαι μια σκιά».

«Σε σκεφτόμουνα κάθε μέρα», της είπε κάνοντας να την πιάσει από τους ώμους. Εκείνη έκανε δυο βήματα πίσω, γυρνώντας του την πλάτη. 

«Σε περίμενα κάθε μέρα», του είπε χωρίς να τον κοιτάξει.
Το  αμάξι αναβόσβηνε τα φλας του ανυπόμονα. Στα πόδια τους, λέξεις γραμμένες σ'  όλες τις γλώσσες του ανθρώπου.  Κοντοστάθηκαν για μια στιγμή. Εκείνος, πάνω στη λέξη «Μνήμη», και κείνη πάνω στη λέξη «Χρόνος». 
Χωρίς να του πει τίποτε άλλο, μπήκε στο αμάξι και έφυγε.
επιστροφή