Το ταξί

Έπρεπε να βρω τρόπο να ξεφύγω.

Ο αέρας είχε γεμίσει με καπνούς που μου καίγαν το λαρύγγι.

Παντού φωτιές.

Κυκλωμένος απ’ όλες τις πλευρές, το σακίδιο γινόταν ολοένα και πιο βαρύ. 

Δεν είχα πια χρόνο να σκεφτώ τίποτα. Έπρεπε να βρω τρόπο να ξεφύγω. Βγήκα απ’ το στενό, στο δρόμο. Ένα ταξί περνούσε με απότομους ελιγμούς δίπλα από τους αναμμένους κάδους. Σήκωσα το χέρι. Σταμάτησε απότομα μπροστά μου. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.
Ο οδηγός, πάτησε γκάζι και άρχισε ξανά τους ελιγμούς. Με τα χέρια σφιγμένα στο τιμόνι, με κοίταξε απ’ τον καθρέφτη. Είδε την ταραχή μου, άρχισε να μιλά. 

«Να τους πάρει ο διάολος όλους. Όλους! Βάλθηκαν να βάλουν φωτιά σ’ όλη την πόλη. Τι είναι τούτο το κακό, πρώτη φορά το βλέπω. Να πάνε  να δουλέψουν να βγάλουν κανένα μεροκάματο, οι αλήτες. Να δουν τι είναι η ζωή, εκεί τους θέλω μάγκες. Κι όχι να καίνε και να σπάνε ότι βρουν.»
Γύρισα για λίγο το βλέμμα,  τον κοίταξα. 

«Έχω από το πρωί, δέκα ώρες κλεισμένες πάνω στο τιμόνι. Δέκα ώρες και ούτε είκοσι ευρώ, με το χαμό που γίνεται. Τι να πρωτοπληρώσω, γαμώ τον Αντίθεο μου;  Το νοίκι, τους λογαριασμούς, τα παιδιά ή τα δύο δάνεια που μου ‘χουν γίνει θηλιά στο λαιμό; Χώρια η πιστωτική. Ποιος θα μου δώσει το μεροκάματο που έχασα; Αλήτες! Μόνο να καίνε τα ξένα ξέρουνε. Ας έρθει η φωτιά στα μπατζάκια τους, και τότε να δούμε την παλικαριά τους. Να τους κυνηγάνε οι τράπεζες, οι εφορίες, κι οι λογαριασμοί. Τότε να  δω τη μαγκιά τους.»

Σταμάτησε να μιλά προσπαθώντας να ελέγξει, μαζί με το αυτοκίνητο και το θυμό του. Άναψε τσιγάρο. Τράβηξε μια ρουφηξιά, ξεφυσώντας βαριά. Το μάτι του έπεσε πάνω στο σακίδιο που κρατούσα σφιχτά.

«Εσύ παλικάρι, πως και τέτοια ώρα έξω;

Φροντιστήριο ήσουν;»

Έσφιξα στα χέρια το σακίδιο.

Έπρεπε να βρω τρόπο να ξεφύγω.

«Ε, ναι φροντιστήριο.»

Το ταξί, έστριψε μέσα στο στενό. Τη στιγμή που πλήρωνα, ο οδηγός απάντησε σε μια κλήση του κέντρου. Θα έμπαινε ξανά στο χαμό, μέσα στις φωτιές. Με τα χέρια σφιγμένα πάνω στο τιμόνι, κάνοντας γρήγορους ελιγμούς για ν’ αποφύγει τους αναμμένους κάδους. Βρίζοντας και καπνίζοντας.
Ποιος, άλλωστε, θα του πλήρωνε το μεροκάματο που έχασε;

επιστροφή